Sunday, September 28, 2014

ΖΩΝΤΑΣ (ΜΕ ΤΗΝ ΣΚΠ) ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ (;!)


ΖΩΝΤΑΣ (ΜΕ ΤΗΝ ΣΚΠ) ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ (;!)


Ωραία, τώρα που ξεμπερδέψαμε με τους μικρούς ας πάρουμε τα πράγματα από μια άκρη που θα μας βοηθήσει να εντάξουμε την πάθηση μας στη ζωή μας μ’ ένα τέτοιο τρόπο ώστε να έχουμε μια ζωή ευτυχισμένη. 

Όμως για να μιλάμε στο ίδιο μήκος κύματος, ας συντονιστούμε στο τι εννοούμε λέγοντας για ζωή ευτυχισμένη…


Ζωή ευτυχισμένη για μένα είναι να βρίσκω τις κατάλληλες λύσεις για τα όποια προβλήματα πιθανό να παρουσιάζονται ανά πάσα στιγμή, ώστε να μπορώ να χαρώ τις στιγμές ευτυχίας που έχουμε όλοι οι άνθρωποι. Γιατί ευτυχία σε συνεχή και μόνιμη βάση δεν υπάρχει. Εμείς οι ίδιοι κλείνουμε ή ανοίγουμε τα κανάλια που επικοινωνούν με τη ψυχή μας και ανάλογα με τη δεκτικότητα μας, αυτές οι λίγες στιγμές ευτυχίας μας γεμίζουν τις μπαταρίες.

Η ανάμνηση μιας «χαμένης» ευτυχίας είναι παγίδα γιατί είναι ικανή να μετατρέψει τη ζωή μας σε κόλαση, γι αυτό δεν θέλω να τη σκέφτομαι ως «χαμένη» αλλά ως βιωμένη. Έτσι την αντιμετωπίζω, ως εμπειρία ζωής και νιώθω ευτυχισμένη που άφησα τον εαυτό μου να τη ζήσει. Η ζωή μας δεν είναι τίποτε άλλο από μια συλλογή εμπειριών και αυτό μάλλον είναι και το νόημά της. Η εμπειρία που αποκτούμε μέσα από μια διαδρομή δύσκολη φαινομενικά, είναι η ευτυχία του να την έχεις ζήσει και την έχεις ξεπεράσει όσο καλύτερα μπορούσες, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις περιστάσεις. Είναι η δύναμή μας και την έχουμε φυλαγμένη σ’ ένα σκαλιστό κουτάκι, σαν πολύτιμο θησαυρό που κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να μας κλέψει.


Αναλαμπές

Όμως, πέρα από αυτές τις περιόδους, μικρές ή μεγάλες, καλές ή «κακές»,  υπάρχουν σε όλους, είμαι σίγουρη, κάποιες άλλες μοναδικές στιγμές, που σαν αναλαμπές εμφανίζονται και η ανάμνησή τους μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή. Είναι σπάνιες και πιθανό, η μικρή διάρκειά τους, αλλά και το νεαρό της ηλικίας μας όταν αυτές συμβαίνουν, να μη μας αφήνει να τις εκτιμήσουμε δεόντως. Μόνο μετά από καιρό τις αντιλαμβανόμαστε, όταν οι συγκυρίες της ζωής μας φέρνουν ξανά και ξανά αντιμέτωπους με τις ίδιες, αλλά και τόσο διαφορετικές φαινομενικά συνθήκες. Είναι σαν κάποια δύναμη μέσα και συνάμα έξω από εμάς να μας προστάτεψε την υστάτη, ώστε να μην επέλθει το «μοιραίο». Ένα μαγικό ραβδί, που έφερε ξαφνικά τα κάτω πάνω και μας έσωσε την τελευταία στιγμή! Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η περιοδικότητα και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίζονται σαν λάμψη απ’ το πουθενά.

Θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιες από αυτές τις στιγμές, που αν και άσχετες με το θέμα μας, πιστεύω πως θα αναγνωρίσετε την πραγματική τους αξία και ίσως σας ωθήσουν να ανασκαλίσετε τις αναμνήσεις σας για να τις μαζέψετε μία μία σαν πολύτιμους λίθους μέσα απ τις στάχτες και να τις περάσετε φυλακτό στο περιδέραιο της ζωής σας.
WOW, σαν να τα παραλέω αλλά, για μένα αυτό το κολιέ είναι ότι πιο πολύτιμο έχω. Καλά δεν έχω και πολλά πολύτιμα με την τρέχουσα έννοια αντικείμενα κι ούτε μ’ ενδιέφερε ποτέ να τα έχω…



ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Θυμάμαι λοιπόν μια νύχτα των 17 μου χρόνων σε μια φοιτητική εστία της Γκρενόμπλ στη Γαλλία, όπου ως κακομαθημένο κυπριοτάκι ήθελα σώνει και καλά κόκα κόλα μές τα μαύρα μεσάνυχτα. Ήμασταν μαζεμένες 4-5 νέοαφιχθείσες και ευελπιστούσες φοιτήτριες σε κάποιο δωμάτιο του τρίτου ορόφου της εστίας και μη ξέροντας ακόμη πώς να διαχειριστούμε την ξαφνική μας ελευθερία, το ξενυχτούσαμε λέγοντας κοινότοπες ιστορίες της μέχρι τότε ανούσιας ζωής μας.
Όμως εγώ ήθελα σώνει και καλά κόκα κόλα παγωμένη και ο μόνος τρόπος ήταν να κατέβω στο ισόγειο όπου υπήρχε ένα ψυγείο με κερματοδέκτες.

Ξεκινά λοιπόν η δικιά σου απτόητη, παρά τις αντίθετες γνώμες των υπόλοιπων κοριτσιών, κατεβαίνω στο ισόγειο και με το λάφυρο ανά χείρας πήρα την σκοτεινή σκάλα της επιστροφής. Κι εκεί κάπου ανάμεσα στον πρώτο και δεύτερο όροφο, παίρνει το μάτι μου δυο μαυριδερούς μεθυσμένους που έρχονταν απ τον απέναντι διάδρομο του ημιώροφου. Σκιάχτηκα λίγο και για να τους αποφύγω χώθηκα στις τουαλέτες/ντους του 1ου ορόφου. Οι χώροι υγιεινής της εστίας αποτελούνταν από ένα προθάλαμο που είχε τις δυο τουαλέτες, κι από εκεί μια δεύτερη πόρτα οδηγούσε στον χώρο των ντους...

Έκλεισα την πόρτα της πρώτης τουαλέτας που βρήκα μπροστά μου και περίμενα λίγα λεπτά, μέχρι να φύγουν οι σκοτεινοί τύποι. Ησυχία, μόνο η καρδιά μου ακουγότανε να κτυπά σαν τρελή.
Αφού τίποτα δεν ακουόταν αποφάσισα να ξεμυτίσω απ’ την τουαλέτα κρατώντας σφικτά την πολύτιμη κόκα κόλα μα και την αναπνοή μου. Η πόρτα της τουαλέτας άνοιγε προς τα έξω, προφανώς για εξοικονόμηση χώρου κι εγώ για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αντί ν’ ανοίξω σιγά την πόρτα όπως θα ήταν λογικά αναμενόμενο, την έσπρωξα με μια δύναμη απίστευτη. Η πόρτα άνοιξε κάνοντας ένα εκκωφαντικό θόρυβο γιατί κτύπησε με την κεντρική πόρτα των χώρων υγιεινής η οποία ήταν μισάνοικτη, προφανώς για να με παγιδέψουν με ευκολία. Σε κλάσματα δευτερολέπτου πήρε το μάτι μου τον ένα σκοτεινό τύπο να στέκεται μέσα στον προθάλαμο, κοντά στην εσωτερική πόρτα των ντους και τον δεύτερο να κρατάει τσίλιες στο διάδρομο, έξω απ’ την κεντρική πόρτα. Έκανα τότε ένα σάλτο κι’ έτρεξα προς την σκάλα αφήνοντας πίσω τους επίδοξους βιαστές μου, οι οποίοι τα έχασαν απ τον θόρυβο που έκαναν οι δύο πόρτες μεταξύ τους. Ανέβηκα τις σκάλες με την ψυχή στο στόμα και με ταχύτητα που θα τη ζήλευε κι ο Καρλ Λιούης έφτασα στην πόρτα του δωματίου που ήμασταν μαζεμένες. Απ το χρώμα του προσώπου μου, αλλά κι απ τον θόρυβο που ακούστηκε, κατάλαβαν πως κάτι είχε συμβεί.
«Την αρωτάνε να τους πει κι εκείνη λέει κι ανιστορεί» λέει κάπου ένα τραγούδι απ το Romancero Gitano του Λόρκα σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Το τραγούδι της μικρής τσιγγάνας της Παινεμένης, που περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τον… παραλίγο βιασμό της μικρής τσιγγάνας από τον Άνεμο- Πουνέντε, άντρα πονηρό. Το τραγούδησε συγκλονιστικά η Αρλέτα κι όταν το άκουσα κάποια χρόνια μετά, πιστέψτε με ένιωσα την τρομάρα και την αγωνία της μικρής τσιγγάνας… 
Άστε που εγώ κόντεψα να την πάθω, όχι από ένα, αλλά δύο… άντρες πονηρούς.  Άνεμος έγινα μάλλον εγώ, έτσι όπως χάθηκα τρέχοντας!

Τι ήταν όμως αυτή η παρόρμηση να ανοίξω την πόρτα της τουαλέτας με τέτοια δύναμη; Και κατ’ αρχή, πού τη βρήκα τόση δύναμη; Το άφησα, ούτε που το ‘ψαξα τότε παρά χρόνια μετά συνειδητοποίησα από τι ακριβώς ξέφυγα…  Την κόκα κόλα μου πάντως την έσωσα!


ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Η δεύτερη στιγμή που θέλω να σας εξομολογηθώ διαδραματίζεται λίγους μήνες αργότερα, πάλι στη Γαλλία, στην πλατφόρμα του σταθμού του Νανσί, όπου έκανε στάση το τραίνο Παρίσι – Στρασβούργο.

Δεκαοκτώ χρονών πια αλλά όχι λιγότερο κακομαθημένη, βρίσκομαι με την κιθάρα μου στο βαγόνι που σταμάτησε ακριβώς απέναντι από το κιόσκι με τις σοκολάτες, με μένα να τις κοιτώ σαν να έβλεπα απαγορευμένο καρπό. Προλαβαίνω σκέφτηκα, να πεταχτώ, να πάρω μια σοκολάτα και να επιστρέψω στη θέση μου. Μέχρι να επιβιβαστούν οι επιβάτες που ήταν μαζεμένοι στην αποβάθρα του τραίνου… ουουου είχα αρκετό χρόνο. Και χωρίς πολύ – πολύ να το σκεφτώ βρέθηκα στο κιόσκι με τις πολυπόθητες σοκολάτες. Πληρώνω την καλή κυρία, λέω merci beaucoup και την ώρα που μου επέστρεφε τα ρέστα, με την άκρη του ματιού μου πιάνω την αμαξοστοιχία να ξεκινά αργά αργά...

Πανικός! Η κιθάρα μου ήταν μέσα χωρίς εμένα! Με τη σοκολάτα στο χέρι τρέχω να προλάβω, αρπάζομαι απ΄ τη χειρολαβή  της πόρτας και με το ένα πόδι στο σκαλοπάτι και το άλλο στο κενό, να προσπαθώ να την ανοίξω! Πολύ αργότερα έμαθα πως οι πόρτες των τραίνων κλειδώνουν όταν αυτό βάζει μπρος και φυσικά απαγορεύεται να αρπαχτείς απ την πόρτα γιατί… είναι άκρως επικίνδυνο. Με μένα να τα αγνοώ όλα αυτά, βρέθηκα γαντζωμένη στο πουθενά να προσπαθώ να την ανοίξω. Το τραίνο εν τω μεταξύ άρχισε να αναπτύσσει όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα πλησιάζοντας απειλητικά στο τέρμα της αποβάθρας επιβίβασης/αποβίβασης. Εκεί ακριβώς στο τέρμα, ένιωσα ένα χέρι να με αρπάζει κυριολεκτικά απ το γιακά του παλτού μου και να με τραβά κάτω στην αποβάθρα. Και αναψοκοκκινισμένος ο καλός κύριος να μου αρχίζει κάτι φωνές, που με τα λίγα Γαλλικά που πρόφτασα να μάθω, κατάλαβα ότι μάλλον έκανα κάτι πολύ ανόητο και ριψοκίνδυνο… Με πήρε στο σταθμό και στην… ανάκριση που ακολούθησε κατάλαβαν ότι για μια σοκολάτα που κράταγα ακόμα στο χέρι, παρά λίγο να άφηνα τα κοκαλάκια μου στο ψυχρό τοπίο του Γαλλικού Βορρά… 

Ειδοποίησαν το σταθμό του Στρασβούργου να μαζέψουν την κιθάρα μου και με έβαλαν στο επόμενο τραίνο για Στρασβούργο, όπου από ώρα με περίμενε η φίλη μου η Λευκή μες την ανησυχία.

Μάλλον είχα γλυτώσει στο παρά… τρίχα το κουφάρι μου από την ταλαιπωρία διερεύνησης του θανάτου μου από Γάλλο Ιατροδικαστή…



ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

Κι αισίως αφού επιβίωσα των ασυνείδητων και ριψοκίνδυνων περιπετειών μου στη Γαλλία, επέστρεψα σώα στον τόπο που με γέννησε, πάντα με την κιθάρα μου και μ ένα πτυχίο αρχιτεκτονικής στα λιγοστά μπαγκάζια μου.

Κι ένα βράδυ που ‘βρεχε, Χριστούγεννα του 1986 κοντά κι εγώ να οδηγώ το αυτοκίνητο του αδελφού μου, που μου το άφησε για λίγες μέρες όσο έλειπε για ταξίδι. Ναι οι εξορμήσεις μου με το μηχανάκι αποδείχτηκαν άκρως επικίνδυνες για τη σωματική μου ακεραιότητα…
Κάνω λοιπόν, να στρίψω δεξιά στο φανάρι και ξαφνικά νιώθω κάτι να κτυπά το αυτοκίνητο και το τζάμι του παρμπρίζ να θρυμματίζεται σε χίλια κομμάτια, γεμίζοντας με θρύψαλα γυαλιά όλο το αυτοκίνητο εκτός απ το πρόσωπό μου -ευτυχώς. Τα ‘χασα, ούτε που κατάλαβα τι με βρήκε. Προς στιγμή νόμισα πως κάποιο βλήμα ήρθε απ’ τους Τούρκους γιατί η Πράσινη γραμμή δεν ήταν μακριά, ή κεραυνός; Εγώ πάντως δεν είδα τίποτα.
Ανοίγω την πόρτα αλαφιασμένη και βλέπω καταγής δυο νεαρούς να σφαδάζουν στην άσφαλτο. Πως λέμε «άνοιξε η Γη κι έπεσα στο χάος»; Αυτό ακριβώς...

Αφού βεβαιώθηκα πως ήταν ζωντανοί άρχισα να τρέμω. Αστυνομία, ασθενοφόρα, ένας χαμός κι εγώ να κοιτάζω σα χαμένη. Ένας αστυνομικός μου ζήτησε άδεια και ασφάλεια του αυτοκινήτου. Κάνω ν ανοίξω το συρταράκι του ταμπλό γιατί ήξερα ότι ήταν εκεί, αλλά δεν άνοιγε. Ξαναδοκιμάζω, τίποτα. Δοκίμασε κι ο αστυνομικός αλλά στάθηκε αδύνατο να το ανοίξουμε! Κι έτσι, ο καλός αστυνομικός μου είπε να του πάρω αύριο στο σταθμό, ασφάλεια και άδεια οδήγησης.

Σε λίγο σαν καλή κόρη, τηλεφώνησα του μπαμπά. Ήρθε κι αφού άκουσα τον εξάψαλμο άνοιξε το συρταράκι να βρει την ασφάλεια. Το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, μ ένα κλικ άνοιξε αμέσως! Παίρνει την ασφάλεια και διαπιστώνει ότι το όνομά μου δεν υπήρχε πουθενά! Αυτό σήμαινε φυλακή τουλάχιστον δύο χρόνια, όπως έμαθα μετά.

Όμως η μεγάλη μου έγνοια ήταν μήπως οι νεαροί κτύπησαν στο κεφάλι, ή στην σπονδυλική στήλη. Έτρεξα στο Νοσοκομείο όπου ευτυχώς διαπίστωσα πως ο ένας που εκτινάχτηκε και κτύπησε το πλαίσιο του παρμπρίζ κάνοντας θρύψαλα το τζάμι, το ‘σπασε με το κράνος κι όχι με το κεφάλι του και ο άλλος που δε φόραγε κράνος έπεσε στο πλάι σα βαρελάκι. Πλατίνες στα πόδια ο ένας, στα χέρια ο άλλος δόξα συ ο θεός.
Την επόμενη μέρα όμως έπρεπε να παρουσιαστώ στην τροχαία για να δουν την ασφάλεια που δεν είχα… Πήραμε τηλέφωνο πρωί πρωί και πήγαμε να συναντήσουμε τον κύριο της ασφαλιστικής εταιρείας. Άγιος άνθρωπος! Μας είπε ότι είναι πολύ σοβαρό κι εκτός από τη φυλακή και τα πρόστιμα, θα πλήρωνα μια ζωή για την αποζημίωση των παιδιών…
Με λυπήθηκε σίγουρα ο άνθρωπος που με είδε με τα 45 κιλά που διατηρούσα τότε και μ ένα μαγικό ραβδάκι έγραψε το όνομα μου στα χαρτιά, ως δικαιούχο για να οδηγώ το αυτοκίνητο του αδελφού μου.

Σώθηκα από σίγουρη φυλάκιση και ενδεχομένως από οικονομική καταστροφή, αλλά το κυριότερο, οι «μάγκες» με τη μηχανή, δυο γλυκύτατα παιδιά,  δεν έπαθαν κάτι που να είναι μη αναστρέψιμο.
Όμως  και πάλι! Πώς έγινε και δεν άνοιγε το συρτάρι με την απόδειξη της ενοχής μου, ενώ άνοιξε όταν έφυγε ο… κίνδυνος;


Le bilan (ο απολογισμός)

Αυτά τα γεγονότα ενώ δεν τα ξέχασα ποτέ, δεν μου κίνησαν μέχρι την ηλικία των 40 τουλάχιστον, μηχανισμούς κατανόησης τους σε ένα πλαίσιο πιο πλατύ από τα χρονικά πλαίσια της στιγμής που αυτά συνέβηκαν. Παρέμεναν όμως αταξινόμητα σε μια γωνιά του μυαλού μου κι απλά αθροίζονταν.

Παίρνοντας μία μία τις πιο πάνω σκηνές, μπορούμε να πούμε ότι:
    Στην πρώτη, το άνοιγμα της πόρτας δυνατά, μπορούμε να το καταχωρήσουμε ως «η δύναμη του υποσυνείδητου» γιατί ήταν μια δύναμη που μπορούμε να θεωρήσουμε ότι βγήκε από εμένα.
        Στη δεύτερη όμως, η βοήθεια ήρθε εντελώς έξω από μένα, αφού εγώ το μόνο που έκανα ήταν να κρατώ τη σοκολάτα με το ένα χέρι και με το άλλο να προσπαθώ ν ανοίξω την πόρτα… Ούτε συνειδητό συμμετείχε, ούτε υποσυνείδητο (μάλλον ασυνείδητο θα το ‘λεγα…)
        Στην Τρίτη πάλι, η παρέμβαση ήταν αλλιώτικη, πιο σοφιστικέ, πιο σύνθετη και σε πολλά επίπεδα και σίγουρα εντελώς έξω από εμένα. 


Τρεις ζωές σε μία

Συλλέγοντας μέσα στα χρόνια τις στιγμές αυτές, άρχισα να σκέφτομαι ότι, ή πολύ ανεύθυνη απέναντι στον εαυτό μου  ήμουνα, γι αυτό συμβαίνει ότι συμβαίνει, ή όντως υπάρχει κάτι, κάποιος, που με έχει από κοντά και είναι κατά κάποιο τρόπο, υπεύθυνος για μένα και κυρίως, κάπου θέλει να με βγάλει.
Σκέφτηκα ότι μάλλον πρέπει να είχα αυτό που λένε κάποιοι «έχεις άγιο», «ανώτερος εαυτός» για τους πιο μυστικιστές, «υποσυνείδητο» για τους ψυχαναλυτές, ή για τους πιο υλιστές απλά σύμπτωση, «τύχη» (περιορισμένης ευθύνης όμως).

Όταν επήλθε η «κατάλληλη» στιγμή της «ωριμότητας» κι αφού είχα επανειλημμένα κάποια ενδεικτικά «σημάδια», ίσως όχι πάντα τόσο τρανταχτά της περίεργης αυτής συγκυρίας του… «γλυτώσαμε στο πάρα τρίχα», άρχισα να τα ταξινομώ και να σκέφτομαι πως εδώ κάτι γίνεται, κάτι περίεργο συμβαίνει. Πώς άραγε να λειτουργούν οι διάφοροι ακατανόητοι συντονισμοί και ο συγχρονισμός τους σαν μέσα από ένα τέλειο πρόγραμμα ενός ακόμη πιο τέλειου κομπιούτερ; Εκτός από γερό hardware δηλαδή, πρέπει να έχει και τo ανάλογο software!  Πιθανό σκέφτομαι, όλοι εμείς οι θνητοί, εκτός από ένα «ανώτερο εαυτό», να έχουμε και έναν στενό του συνεργάτη, έναν «άγγελο προστάτη», για τις απρόοπτες και "έκτακτες ανάγκες». Και μάλλον «αυτός» ήταν που με άρπαξε απ το γιακά και με κατέβασε απ το τραίνο για Στρασβούργο.

Όμως, είναι κι αυτός άτυχος ο καημένος. Με μένα που έμπλεξε αναγκάζεται να δουλεύει υπερωρίες για να τα βγάλει πέρα, γιατί το ‘χουμε εμείς της (κατά) πλάκας τα παιδιά, είμαστε υπερκινητικοί και δουλευταράδες. Θέλουμε να τα κάνουμε όλα, να τα ζήσουμε όλα σε μια ζωή κι ας είναι κουτσουρεμένη. Ίσως και γι αυτό να έχουμε τις πλάκες στον εγκέφαλο που λειτουργούν σαν εξισορροπητικά βαρίδια, για να κάτσουμε λίγο τον ποπό μας κάτω και να ζήσουμε ευπρεπώς όπως ο υπόλοιπος κόσμος, αυτή τη ζωή. 

Είν’ αυτό που λέω συχνά χαριτολογώντας, πως με είδαν από εκεί ψηλά, ένα ζουζούνι να πηγαινοέρχεται χωρίς σταματημό και να ζει τρεις ζωές σε μία και θορυβήθηκαν. Συσκέφθηκαν κι αποφάσισαν να μου δώσουν κάτι που θα με ανάγκαζε να ελαττώσω ταχύτητες και να ζήσω μία ζωή όπως ενδείκνυται, όπως κάνει όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Έτσι μου έδωσαν μια μικρούλα σκλήρυνση για να κόψω ταχύτητα. Κατά πλάκας όμως,! Αγνώστου αιτιολογίας σου λέει ο άλλος. Μωρέ τι αγνώστου; Γνωστής και σεσημασμένης και σιγά μην άλλαζα ταχύτητα... Εδώ στο κομπιούτερ καρφωμένη και πάλι τρεις ζωές σε μία ζω, έστω διαδικτυακές…


Είμαι πλέον σίγουρη, όσο μπορεί κάποιος να είναι σίγουρους με αυτά τα θέματα, πως όλοι έχουν τέτοιες στιγμές «ακατανόητες» όπου ένα μαγικό ραβδάκι άλλαξε ως διά μαγείας την τελική έκβαση. Απλά δεν έχουν καθίσει όλοι να τις εντοπίσουν ίσως και να τις αναγνωρίσουν ως τέτοιες. Ξέρω, η μνήμη κάποια στιγμή αρχίζει να θολώνει κάτω από το βάρος κάποιων πλακών, αλλά είμαι σίγουρη ότι αυτές οι στιγμές δεν σβήνουν με τίποτα, είναι η πραγματική μας δύναμη μα και η «σιγουριά» μας. Είναι συγχρόνως η δυνατότητά και η επαφή μας με ένα κόσμο άλλων διαστάσεων. Μια δυνατότητα  που στη φτωχή τρίτη διάσταση που ζούμε οι άνθρωποι, δεν την αξιοποιούμε γιατί θεωρούμε τη ζωή ως τη μόνη πραγματική.

Περισσότερο σαν μια πλάνη μοιάζει και όχι σαν πραγματική ζωή.


Καρμικό χρέος

Αν το δούμε όμως πιο βαθιά, στα πλαίσια μιας αιτιολογημένης ύπαρξης μας στη Γη, ίσως τελικά τίποτα να μην είναι τυχαίο και τα πράγματα συμβαίνουν έτσι, γιατί έτσι ακριβώς πρέπει να συμβούν. Ίσως αλήθεια να υπάρχει ένα «καρμικό χρέος» το οποίο πρέπει να ξοφλήσουμε, για να ζήσουμε την εμπειρία και να προβιβαστούμε ενδεχομένως και καλώς εχόντων των πραγμάτων, στην επόμενη τάξη. Και αυτού του είδους τα χρέη λειτουργούν όπως και σε μια τράπεζα, από την οποία δεν γλυτώνεις ούτε κι αν πεθάνεις γιατί εντέχνως μεταφέρεται στα «παιδιά σου/. Υπογράφεις τα ανάλογα συμβόλαια για να είναι όλοι σίγουροι πως θα πάρουν «τα λεφτά τους» και βέβαια όσο καθυστερείς ναααα τα επιτόκια οπότε… «σκάσε και κολύμπα» γιατί είναι μακριά ακόμη η Αμερική…
Ναι πιστεύω στην μετενσάρκωση και στο νόμο του κάρμα γιατί μόνο μέσα από αυτή την οπτική έχει νόημα αυτό που ζω. Πιστεύω και σε αγγέλους και σε μια δυναμική που αντλεί την ενέργεια της από τις προηγούμενες ζωές μας. Γενικά πιστεύω τώρα πια, ό,τι υπάρχει στην ανθρώπινη συλλογική μνήμη, τα οποία η σύγχρονη εποχή μας απέρριψε μονοκοντυλιά γιατί ανακάλυψε την «επιστημονική γνώση» μέσω του πειράματος. Έχεις επιστημονικές αποδείξεις, σου λέει ο άλλος; Αν όχι. δεν υπάρχεις μέχρι να σε ανακαλύψει και να σε πιστοποιήσει η σύγχρονη επιστήμη. Κι όμως οι πλάκες στον εγκέφαλό μας είναι εκεί χωρίς να μπορεί να τις εξηγήσει η επιστήμη.


Ο κύριος Ανώτερος

Πώς τον αντιλαμβάνομαι εγώ αυτό τον «ανώτερο εαυτό»; Ίσως έχει να κάνει με τα βιώματα του καθενός από μας και με τα ψυχικά αποθέματα, που σε κάθε ενσάρκωση όλο και κάτι καινούργιο του κουβαλούμε για να τον «εμπλουτίσουμε». Τώρα, πόσο αντάξιοι είμαστε των προσδοκιών του, αυτό είναι… άλλου παπά ευαγγέλιο, γιατί υπάρχει και η «ελεύθερη βούληση» και στην τελική, δε μπορείς μια ζωή ολόκληρη να μην κάνεις τα παραστρατήματά σου. Άνθρωποι είμαστε εξ άλλου κι αν δεν πάθουμε, πώς θα μάθουμε;
Ας πούμε ότι έρχεσαι εδώ στη γη γιατί ο «ανώτερος εαυτός» σου αποφάσισε ότι, «κοίτα να δεις, το παρατραβήξαμε αυτό το δύστροπο κάρμα επειδή η «προγονή» σου τα ‘κανε λίγο γης μαδιάμ, πρέπει να βοηθήσεις κι εσύ για να καθαρίζουμε». Πήρε λοιπόν τις αποφάσεις του, έκλεισε συμφωνίες με άλλους ανώτερους εαυτούς με τους οποίους είχε κάτι προηγούμενα, τα βρήκανε “τόσα δίνω -πόσα θές” και έφτιαξαν (α)πιθανά σενάρια ζωής. Και ενεργοποιώντας το νόμο της έλξης, μας έστειλαν όλους κακήν κακώς στο θέατρο του παραλόγου της Γης για να καθαρίσουμε είπαν,  μια κι έξω. Δεν υπάρχει λέει, άλλος χρόνος για πειράματα. Μέχρι τον Δεκέμβριο του ‘12  ο κύριος Ανώτερος θέλει να υποβάλει  αίτηση για προαγωγή σε άλλη ι διάσταση και δεν πρέπει να έχει χρωστούμενα. aye ayesir!


Ο μηχανισμός της ΣΚΠ

Η Σκλήρυνση κατά πλάκας ως μια «δαμόκλεια» απειλή μονίμως επικρεμάμενη πάνω απ τη ζωή μας, είναι ιδανική για τέτοια «παρανοϊκή  ενδοσκόπηση». Απ τη μια σε αναγκάζει να ελαττώσεις ρυθμούς και να ψαχτείς, να τα δεις αλλιώς τα πράγματα, παράλληλα όμως ίσως να εξωθεί σε μια κατάχρηση του εαυτού, για να προλάβουμε ότι προλάβουμε -και καλά και κακά, δεν κάνω διάκριση.
Μέσα από αυτή την «επείγουσα» καθυστέρηση, συμπτύσσεις (συνειδητά ή ασυνείδητα) δρομολόγια, αφετηρίες και τέρματα. Τα πράγματα έχουν μια άλλη χροιά. Ο μέλλοντας χρόνος απουσιάζει όλο και πιο πολύ από την ενατένηση της ζωής μου και το παρελθόν υπάρχει μόνο μέσα από κάποιες στιγμές που έχουν διαφυλαχτεί στο απυρόβλητο κομμάτι του συναισθηματικού μου είναι και σαν άγκυρα με συνδέουν με την έννοια της ζωής. Το σήμερα μόνο μετρά, το τώρα. Είμαι καλά σήμερα, πιθανό να είμαι και αύριο. Το μεθαύριο ξεμακραίνει πολύ για να το σκέφτομαι, πόσο μάλλον να το ορίζω.

Βέβαια, αυτό ίσως να με οδήγησε σε λάθη (το ίσως το έβαλα εντέχνως για να μην φαίνομαι απόλυτη). Τα μεγαλύτερα όμως λάθη γίνονται στην αρχή, όταν ακόμη η σκλήρυνση είναι περισσότερο στο μυαλό μας, στον τρόπο που την αντιμετωπίζουμε, παρά στο κορμί. Τα πρώτα «δόντια» που βγάζει και αρχίζει να δαγκώνει μια το πόδι - μια το μάτι, τώρα έρχεται - τώρα φεύγει, δημιουργούν υποσυνείδητα ένα φόβο για το μέλλον, παράλογο πολλές φορές (αλλά όχι ανυπόστατο), με αποτέλεσμα το μυαλό μας να καθηλώνεται πολύ πριν απ το κορμί. Ο φόβος δηλαδή μιας πιθανής ανημποριάς, μας κάνει πολύ πιο γρήγορα ευάλωτους κι’ ανήμπορους να διαχειριστούμε τη ζωή μας. Ψάχνουμε για απάνεμα λιμάνια πριν καν ανοίξουμε πανιά. Και συνειδητοποιώ τώρα με μία τετραπάρεση βαρβάτη και με τις όσες δυσκολίες αυτό επιφέρει, ότι αυτό που φοβόμουνα έστω υποσυνείδητα  στα 30 και στα 40 μου χρόνια, ήταν πολύ πιο καθηλωτικό για την ψυχή μου, παρά αυτό που ζω τώρα και που πρακτικά καθηλώνει το κορμί μου. Νιώθω με λίγα λόγια πολύ πιο ανεξάρτητη σήμερα, στην καρέκλα επάνω και με μειωμένες αντοχές, παρά πριν που, τουλάχιστον μπροστά στο σημερινό, μοιάζει μηδαμινό.  Ίσως γιατί η Κυρία μας παίρνει με το μαλακό στην αρχή, σιγά - σιγά κι αγάλια να συνηθίσουμε, να το χωνέψουμε και στην πορεία τι να κάνουμε; Εξοικειωνόμαστε. Ίσως ακόμη γιατί απέχτησα με τα χρόνια, μιαν ικανότητα να βρίσκω λύσεις για την καθημερινότητά μου. Ίσως ακόμη γιατί… «όποιος μπαίνει στο χορό, μαθαίνει να χορεύει». Μπορεί.


«Πέσιμο στο φως»

Το 1993 είχα ένα «πέσιμο», περισσότερο ψυχολογικό παρά σωματικό, είχα φτάσει και τα 45 κιλά… Πήρα άδεια για σπάνια και ανίατη νόσο, κλείστηκα στο σπίτι και διάβαζα όλη μέρα, έτρωγα κορν φλέϊκς και έβγαζα πανσιέντες για αποφόρτιση. Στο ήδη φορτισμένο μου μυαλό άρχισε να στριφογυρίζει η ιδέα του να τελειώσω με όλα και κοίταζα τα χάπια στο κομοδίνο σαν την αλεπού το κοτέτσι με τις κότες...

  Κι ένα απόγευμα έτσι όπως συγκεντρώθηκα πολύ και διηγούμουν στον εαυτό μου λεπτό προς λεπτό κάτι συνταρακτικό που μου είχε συμβεί, ένιωσα ξάφνου μια πίεση στο μέτωπο, λες και άνοιξε το κρανίο μου και βγήκε ένα φως εκτυφλωτικό. Για ένα μήνα μετά ένιωθα λες και το μυαλό μου έτρεχε με χίλια! Αλλά και μου ‘βγαινε και μια συμπόνια για το κάθε τι, πετούμενο ή σουρνάμενο σαν να ένιωθα το δικό του ζόρι.
Και χωρίς να το επιζητήσω, σταμάτησα να… φλερτάρω με τα χάπια. Αναζήτησα φυσιοθεραπεία για να ξαναστήσω το κορμί μου. Κι έπεσα στον πιο κατάλληλο άνθρωπο για ν αναλάβει ένα τέτοιο έργο και πάντα θα τον ευχαριστώ, γιατί 43 κιλά και χωρίς καθόλου μυς πια, ήταν σαν να ανάλαβαν ένα σκελετό, πάντα κακομαθημένο όμως (είπαμε το χούϊ δεν το χάνεις ούτε κι αν ξεψυχήσεις).

Όμως εκείνη η εμπειρία κι αυτό το φως έμειναν καρφωμένα στο μυαλό μου και δεν σταμάτησα ποτέ να τα αποζητώ, γιατί ουσιαστικά, αυτά μου έσωσαν τη ζωή τότε. Μπορώ τώρα να πω, εκ των υστέρων πάντα, ότι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της «συνάντησης» με το κάρμα μου. Από ‘κει και πέρα, άνθρωποι και γεγονότα λες και ακολουθούσαν ένα Μακιαβελικό σενάριο. Έζησα τα πιο όμορφα που μπορεί άνθρωπος να ζήσει και τώρα άρχιζαν τα δύσκολα.

Υποτροπή την υποτροπή σ’ ένα κλεφτοπόλεμο του οποίου τα επίσημα ανακοινωθέντα βγαίνουν με MRI: Νέες εστίες , παλιές κι αναζωπυρώνονται και το σκηνικό θολό κι αβέβαιο… Πρέπει κι από ‘πάνω να κόψω και το τσιγ…  Ας το για παρακάτω, πού καιρός για τέτοιες πολυτέλειες…

΄
«Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα»

Το 2007 στα 20 της χρόνια  η σκλήρυνση, μου έδωσε την πιο μεγάλη μέχρι τότε κρίση της, που με άφησε εντελώς κλινήρη. Εντελώς όμως. Ούτε να καθίσω, ούτε δόντια να βουρτσίσω, τίποτα. Απ το κρεβάτι στο κρεβάτι…

Αυτή η αίσθηση της απόλυτης ανημποριάς με είχε ταρακουνήσει, αν και προσπαθούσα να παραμείνω ψύχραιμη. Το αντιμετώπισα πολύ στωικά και με αρκετό χιούμορ. Βοήθησε σ αυτό η κινητοποίηση αγαπημένων φίλων των οποίων η εικοσιτετράωρη παρουσία έκανε το σκηνικό να μοιάζει πιο πολύ με εκδρομή παρά σαν υποτροπή. Όμως η αγαπημένη κορτιζόνη δεν «συμμετείχε» καθόλου στην γενική ευφορία που υπήρχε. Ήταν η πρώτη φορά που δε μου έκανε καμία αίσθηση η λήψη της… ή εγώ δεν ανταποκρινόμουν.
Ακινητοποιημένη όπως ήμουν, σταμάτησα να δουλεύω και διερωτόμουν πως μπορώ να συνεχίσω να ζω υπό αυτές τις συνθήκες.


Tysabri

κάποιος γνωστός με σκλήρυνση κι αυτός, εμφανίστηκε τότε ξαφνικά(;) στη ζωή μου και μου μίλησε για το Tysabri, ένα πανάκριβο φάρμακο που μόλις είχε φτάσει στην Κύπρο και το οποίο ο ίδιος είχε αρχίσει στη Γερμανία με «θαυματουργά» αποτελέσματα.  Επειδή δεν είχα τότε τα λεφτά, η μητέρα, η οποία για δικούς της αμυντικούς λόγους δεν «αποδεχόταν» μέχρι τότε την πάθηση μου, έδωσε τη σύνταξη της για την πρώτη δόση.

Πέρασε ο ένας μήνας χωρίς κανένα αποτέλεσμα κι εκεί άρχισα ακόμη κι εγώ να απογοητεύομαι. Όμως το φάρμακο αυτό είχε αργή δράση γιατί η ιδιαιτερότητα του βρίσκεται στο γεγονός ότι «κτίζει» ένα στρώμα προστασίας που δεν αφήνει τα κακά «Τ» κύτταρα να έρθουν σε επαφή με τη μυελίνη και να δημιουργηθούν πλάκες! Και το «μυστικό» αυτό το ήξερε από πρώτο χέρι ο γνωστός και τώρα φίλος που μου είχε πρωτομιλήσει για το φάρμακο αυτό και ανώνυμα έμαθα εκ των υστέρων, ότι αυτός επέμεινε και πλήρωσε για τη δεύτερη θεραπεία. Την έκανα ελπίζοντας ούτε κι εγώ ξέρω σε τι.

Στον ενάμιση μήνα άρχισα να φτιάχνω «ραχοκοκαλιά» και να κάθομαι, να χρησιμοποιώ τα χέρια και να κρατώ το κεφάλι όρθιο! Γιούπιιιιι.
Σαν πεινασμένο μωρό έτρεξα για την Τρίτη θεραπεία που ήρθε με ομαδικό «έρανο»των φίλων και η οποία με έφερε σε κατάσταση λειτουργήσιμη, πράγμα το οποίο μου εξασφάλισε τη δυνατότητα να συνεχίσω να δουλεύω από το σπίτι. Και η «ανοδική» πορεία συνεχίστηκε. Μου έδωσε πίσω αρκετή από την κινητικότητα των άνω άκρων, αλλά και κάτι από τα πόδια για να μπορώ να βαδίζω με δυσκολία γύρω στα 10 μέτρα με το Πι.  Μάλιστα στον ένα χρόνο, η μαγνητική τομογραφία (ΜRI) έδειξε κάτι απρόσμενο: Είχαν συρρικνωθεί κάποιες πλάκες! Τότε ο Νευρολόγος που με παρακολουθούσε στο Ινστιτούτο πείσθηκε ότι έπρεπε να συνεχίσω το Tysabri, έτσι ετοίμασε την αίτηση μου για να περάσω από την «ιερά εξέταση» της ούτω καλούμενης «επιστημονικής επιτροπής», που είχε εν τω μεταξύ δημιουργηθεί από το Υπουργείο Υγείας, για το Tysabri.


Η επιτροπή

Το ασυνήθιστα «υψηλό» κόστος του tysabri «ανάγκασε» το Υπουργείο Οικονομικών να ζητήσει όρια στην παροχή του -λες και επρόκειτο για χορηγία για πολυτελές αυτοκίνητο- και το πιο εύκολο όριο ήταν γι αυτούς το αναπηρικό τροχοκάθισμα. Κάθισες στην καρέκλα, είσαι χαμένη περίπτωση, “lost case”.  Η «επιστημονική» επιτροπή λοιπόν είχε στους ώμους της το δυσβάστακτο έργο να περισώσει τα οικονομικά του κράτους από το ακριβό αυτό φάρμακο. Για να  μην κινήσει υποψίες ως προς την επιστημονική προσήλωση της, η επιτροπή απαρτιζόταν κατά το πρότυπο των επιτροπών όπου συμμετέχουν όλα τα πολιτικά κόμματα, δηλαδή τρεις νευρολόγους, ένα του δημόσιου νοσοκομείου, ένα του ιδιωτικού τομέα και ένα του ινστιτούτου Νευρολογίας και από εκπρόσωπο των φαρμακευτικών υπηρεσιών. Όχι όμως τον θεράποντα ιατρό μου, που ήταν και ο πιο αρμόδιος να αποφασίσει για την περίπτωση μου!

Παρουσιάστηκα στην παντοδύναμη επιτροπή, σίγουρη ότι με το πρόσφατο MRI στο ενεργητικό μου είχα κάθε δικαίωμα στο φάρμακο. Το κοίταξαν περισπούδαστα οι νευρολόγοι, κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους και σκέφτηκα ότι πρέπει να απόρησαν και αυτοί για τη σμίκρυνση των πλακών!

Αμ δε, Η απάντηση ήρθε ενάμιση μήνα μετά από το τηλέφωνο, ότι δεν είμαι δικαιούχος! Δεν κατάλαβαν τίποτα, δεν διερωτήθηκαν, ούτε που ασχολήθηκαν τελικά. Ο καιρός όμως περνούσε, μήνα το μήνα το ποσό αθροιζόταν και το δάνειο που είχα κάνει μας τελείωσε… Απελπισία.

Αποφασίζω να σταματήσω το φάρμακο…

Στον δεύτερο μήνα πάνω αρχίζω να χειροτερεύω. Τρέχω για MRI το οποίο ήταν αμείλικτο: δημιουργήθηκαν νέες εστίες στη λευκή ουσία του εγκεφάλου!

Η ιστορία άρχισε να παίρνει διαστάσεις θρίλερ, όπως θρίλερ εξελισσόταν και η ζωή μου με πιθανότητες 50%. 1% ήταν αρκετό να φέρει τη μεγάλη ανατροπή –καθώς λένε στις εκλογές…

Ζήτησα επανεξέταση της περίπτωσης μου και με χίλια ζόρια ξαναπερνώ από την επιτροπή. Στο μήνα πάνω λαμβάνω επιστολή στα αγγλικά (!) ότι η επιτροπή «ένιωσε» (felt) ότι «δεν πληρώ τα κριτήρια»… Κουφάθηκα! Ήταν απίστευτοι. Με ποια γνώση, ποια πείρα και πια κριτήρια αποφασίζουν αν θα έχω κι άλλες πλάκες στη λευκή ουσία του εγκεφάλου; Την στιγμή μάλιστα που ο νευρολόγος που με παρακολουθεί εδώ και δεκαπέντε χρόνια αποφάσισε ότι ναι, το tysabri ήταν και με απτές αποδείξεις, η ενδεδειγμένη για μένα θεραπεία!   Με πιο δικαίωμα έπαιζαν με τις ζωές των ανθρώπων και με ποια εξουσία; Η ανάλαφρη επιστολή τους με είχε κάνει έξω φρενών ενώ εν τω μεταξύ άρχισε να γίνεται εμφανής η παρουσία των νέων πλακών…

Με παρέμβαση φίλης βουλευτίνας με έβαλαν στην «γκρίζα ζώνη» (άκου γκρίζα ζώνη!) και ξαναπέρασα από την (αντι) επιστημονική επιτροπή όπου φανερά εκνευρισμένη, τους καταλόγισα ότι ευθύνονται για την ανακοπή της θετικής πορείας που είχα πριν την αβάσταχτη σε ελαφρότητα απόφασή τους. Σκασίλα τους…


«Η Αποκάλυψη»

Τελικά με όλο αυτό το παζάρεμα και την ανευθυνότητα της επιτροπής, μου έμεινε ένα χέρι και μισό, ώστε να κάθομαι και να δουλεύω στο κομπιούτερ αλλά η γενική εικόνα που έβλεπα μπροστά μου ήταν γενικά απελπιστική. Το μέλλον έμοιαζε απειλητικό και χωρίς διέξοδο κι εγώ όλο και πιο αδύναμη να το διαχειριστώ. Μια σκέψη καρφωμένη στο μυαλό μου έδινε «θάρρος» και αντοχή, ότι στο κάτω - κάτω, αν δεν άντεχα άλλο μπορούσα να το τελειώσω όποτε ήθελα και κανένας δε με υποχρέωνε να ζήσω το μαρτύριο αυτό. Η «(δια)φυγή» αυτή λειτουργούσε πάλι ως «δύναμη» κι «εμπιστοσύνη στον εαυτό μου»…

 Ξανάρχισα πάλι να λοξοκοιτάζω το συρτάρι με τα χάπια…

Άρχισαν τότε οι «οπτασίες». «Χαράματα η ώρα τρεις» άνοιγα ξάφνου τα μάτια και κοίταζα στον απέναντι τοίχο σαν κινηματογραφική προβολή, σκηνές ακατανόητες μιας άλλης εποχής. Από την ενδυμασία των… «ηθοποιών» συμπέρανα ότι οι σκηνές αφορούσαν τις αρχές του περασμένου αιώνα. Ένας εαυτός άκρως εγωκεντρικός μου αποκαλύφθηκε και μια κατ’ επανάληψη πτώση από ψηλά μέσα στη θάλασσα. Μετά, σκηνές ακινησίας σ ένα γαλαζοπράσινο σκοτεινό βυθό, με τα ψάρια να τσιμπουρούν τους γύρω βράχους. Μια απίστευτη ηρεμία.

Οι μεταμεσονύχτιες αυτές προβολές κράτησαν αρκετό καιρό με σκηνές από τοπία κι  ανθρώπους άγνωστους, αλλά κάποιες λεπτομέρειες για κάποια κλάσματα δευτερολέπτων, με παρέπεμπαν σε σημερινές καταστάσεις. Χαλαροί συνειρμοί γίνονταν ασυναίσθητα στο μυαλό μου και αβίαστα βγήκαν κάποια συμπεράσματα. Το αίνιγμα άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου και τότε οι σκηνές άρχισαν μία -μία να υποχωρούν. Άρχισα να αναγνωρίζω αυτή την επανερχόμενη τάση που είχα για «αποφυγή» της πραγματικότητας μέσω μιας άνανδρης φυγής, όποτε τα πράγματα ζορίσουν πολύ. Την αδιέξοδη «διέξοδο», στην οποία κατέφευγα για δεύτερη φορά. Το είχα μάλλον ξανακάνει σε προηγούμενη ζωή! Ρίχτηκα στη θάλασσα θέλοντας να ξεφύγω από ενδεχομένως δύσκολες καταστάσεις και οι σκηνές ακινησίας στο βυθό ήταν οι τελευταίες εικόνες που κοίταζα πριν φύγω.

Ένιωσα πως ο κύριος Ανώτερος, ή το υποσυνείδητό μου αν προτιμάτε, μου έστελνε ξεκάθαρα μηνύματα ότι, οι δυσκολίες της τωρινής ζωής μου είναι μια δοκιμασία που πρέπει σώνει και καλά να την περάσω για να το καθαρίσω το έρμο το κάρμα μου, αλλιώς «την έχουμε βαμμένη» κι αυτός κι εγώ…

Μάλιστα! Τώρα εξηγούνται πολλά περίεργα συμβάντα της σημερινής μου ζωής. Άνθρωποι και καταστάσεις που πέρασαν απ τη ζωή μου, άλλους πλήγωσα κι άλλοι με πλήγωσαν και όλα είχαν ένα κοινό παρονομαστή που μόνο εγώ ήμουν σε θέση να γνωρίζω! Όλα είχαν τον σκοπό τους. Σενάρια «γραμμένα» με μαεστρία και πολύπλοκες διαπλοκές αποκτούν σήμερα το νόημά τους. Και το «ηθικό συμπέρασμα» πασιφανές: σκάσε και κολύμπα γιατί έχεις ακόμη δρόμο να κόψεις…

Η συναίσθηση αυτής της πτυχής του εαυτού μου αλλά και της πηγής της, με τρόμαξε πολύ στην αρχή. ενώ συγχρόνως η συνειδητοποίηση ότι δεν είχα πια τη «διέξοδο» μου όποτε εγώ αποφασίσω ότι δεν πάει άλλο, μου έκοψε τα πόδια. Δηλαδή, είμαι υποχρεωμένη να συνεχίσω πατώντας στα αχνάρια που άφησε μια άλλη σκοτεινή έκδοση του εαυτού μου; Και «έχω καθήκον» απ’ έναντι στον ίδιο μου τον εαυτό, έστω και τον ανώτερο, να τα υπομείνω ως το τέλος; Και πού τελειώνει αυτό το τέλος, κύριε Ανώτερε;

Με προβλημάτισαν καιρό όλα αυτά, αλλά η «αποκάλυψη της «αλήθειας», της δικής μου αλήθειας, μου έδωσε κατά κάποιο τρόπο μια άλλη ώθηση. Μια πρωτόγνωρη δύναμη υπό μορφή υπομονής θα την έλεγα, που προϋπόθεση της έμοιαζε να είναι η ευθύνη απέναντι σε μένα την ίδια. Η πλασματική δύναμη μιας εκούσιας φυγής μου από τη ζωή, στην οποία είχα «βασίσει» την αμφίβολη μέχρι πρότινος πορεία μου, άρχισε να λιώνει σαν τα κέρινα φτερά και στη θέση τους άρχισαν να φυτρώνουν άλλα όχι τόσο δυνατά ακόμη, αλλά ο ουρανός άρχισε να δείχνει καθαρός κι ο ήλιος πιο φιλικός.

Μου εξηγούνται ακόμη και όλες οι απρόσμενες βοήθειες που είχαν ένα και μόνο σκοπό: να φτάσω μέχρις εδώ, κουβαλώντας την «εμπειρία» των αλλόκοτων βιωμάτων μου για να κάνω τη σύνθεση και τον απολογισμό της μέχρι τώρα ζωής μου. Να μπορέσω να αναλάβω τις ευθύνες μου απέναντι στο δώρο που μου χαρίστηκε και που τόσο εύκολα το ποδοπάτησα. Η ζωή μας είναι δώρο! Το αντιμετώπιζα κυνικά πιο παλιά, όμως τώρα καταλαβαίνω τη σοβαρότητα του και την ευθύνη που φορτώνει στην καμπούρα μας μια τέτοια συνειδητοποίηση. Η ζωή μας είναι δώρο γιατί μας δίνει την ευκαιρία να ξεπεράσουμε αδυναμίες. Λέμε τώρα…

Και να πρέπει κι από ‘πάνω να κόψω και το τσιγά…  Ας το για παρακάτω, πού αντοχές για τέτοιες  δοκιμασίες…



Μες τη λευκή απελπισία

Έχει πλάκα η πλάκα μας τελικά! Μπορεί κι εσείς να γράφετε, ή να ζωγραφίζετε τα αδιέξοδα σας. Πράγματα που βγαίνουν στο φως σε στιγμές σκοτεινές και που σκοπό έχουν να μας βοηθήσουν να κρατηθούμε από κομμένο σκοινί πάνω από μια δυσμέτρητου βάθους μαύρη τρύπα.

Μοναχικές στιγμές της ύπαρξης μας, στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης και απόλυτης μοναξιάς, εσωτερικής μοναξιάς σαν αυτή που ξέρεις πια πως κανείς δε μπορεί να απλώσει το χέρι του να πιαστείς και πουθενά στη Γη δεν υπάρχει για σένα καταφύγιο.

«Στιγμές που η Σκλήρυνση έχει πάρει το πάνω χέρι και με το καμουτσίκι της κτυπάει λυσσασμένα τα πρόωρα γερασμένα πόδια αλόγου που όλο και σβήνει, όλο και πιο αργά, όλο και πιο βαριά. Η ψυχή κοιτάζει τρομαγμένη, δε μπορεί ν ακολουθήσει το παραλήρημα του νου κι ούτε που της περνά να το συμμαζέψει. Μόνο το ακολουθεί σιωπηλά με βλέμμα τρομαγμένο, νικημένο…»

Γράφω, μ’ αρέσει να γράφω τις στιγμές αυτές που οι λέξεις στο κομπιούτερ έχουν χρώμα κόκκινο βαθύ, η μια μετά την άλλη να λέει της προηγούμενης: εγώ είμαι η πιο απελπισμένη, εγώ θα κάνω φινάλε. Μα τα φώτα δεν κλείνουν, αντίθετα δυναμώνουν και φωτίζουν με σκληρό φθοριούχο φως την κάθε ρυτίδα, την κάθε γωνία παραμορφώνοντας το παρόν κι εξοστρακίζοντας το μέλλον, που αρνείται να συμμετέχει στην παράσταση αυτή. Ντρέπεται, κρύβεται και αποχωρεί, κρατώντας σαν άσσο στο μανίκι ένα τραγικό φινάλε ανάμεσα στα ερείπια του «τώρα».

Τα φυλάω στο σκληρό δίσκο του κομπιούτερ και αν τύχει να τα ξαναδιαβάσω 3 ή 4 χρόνια μετά, διαπιστώνω πόσο καλό μου έκανε τότε που τα έγραφα και πόσο καλό μου κάνει όταν τα ξαναδιαβάζω. Η καταγραφή των συναισθημάτων είναι πιστεύω τελικά, πολύ σημαντική για την ισορροπία της ψυχής και του νου. Βγάζει όλο το μαύρο πύο απ την ψυχή, μα και τον «ποιητή» από μέσα μας!!!

Πρέπει να αφήνεις τον εαυτό σου να βγάλει με ένα τρόπο όχι κατ ανάγκη γραπτό. όπως το αισθάνεται ο καθένας, όπως του βγαίνει κι όπως τον «γιατρεύει». Μην τα αφήνετε όμως κρυμμένα στη ψυχή σας, γιατί μαυρίζουν πολύ και καλό δεν κάνουν. Γράψτε τα, τραγουδήστε τα, ζωγραφίστε τα, μαγειρέψτε τα, σκαλίστε τα στον κήπο της αυλής σας, αντικρίστε τα και κάντε τα ανάταση ψυχής. Κι όταν τα ξαναβρείτε σκονισμένα σε ένα ντουλάπι, θα εκπλαγείτε και θα αναλογιστείτε πόσο δυνατοί έχετε γίνει από τότε!

.

Οδός Αγίων Αναργύρων


Το 2008, λίγο μετά τη μεγάλη υποτροπή που ταρακούνησε συθέμελα την ύπαρξη μου, ένας καλός φίλος από Αθήνα μου πρότεινε να μπω σε ένα ερευνητικό – , είναι η ακριβής ορολογία. Φυσικά, απάντησα ναι χωρίς δεύτερη σκέψη. Ποτέ δε λέω όχι σε κάτι που μου έρχεται έτοιμο «στο πιάτο» και κρύβει μέσα του ελπίδα για κάτι παραπέρα από την αβέβαιη «σιγουριά» των εγκεκριμένων θεραπευτικών σχημάτων. Ξέρω μέσα μου πως κάπου θέλει να με βγάλει, ακόμη και στο πουθενά, υπάρχει πάντα κάτι να αντλήσουμε σαν εμπειρία. Ποτέ δε μετανιώνω για κάτι που έκανα, ακόμη κι αν η ταλαιπωρία είναι υπέρμετρη και οπωσδήποτε, δε θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω ξέροντας ότι είχα την ευκαιρία να το δοκιμάσω και δεν το τόλμησα. Αυτό από μόνο του μπορεί να με διαλύσει.

Έτσι βρέθηκα στην Αθήνα, στο γραφείο της κυρίας Κλημεντίνης Καραγεωργίου, Διευθύντριας της Νευρολογικής πτέρυγας του Νοσοκομείου Γεώργιος Γεννηματάς. Το Νοσοκομείο, παλιό αλλά πρόσφατα ανακαινισμένο λόγω ολυμπιακών αγώνων, ήταν γεμάτο κόσμο που περίμενε υπομονετικά τη σειρά του για να συναντήσει την γιατρό. Πότε πότε κάποιος έχανε τη ψυχραιμία του και γινότανε κάποιο μικροεπεισόδιο, πράγμα που δικαιολογούσε τους δυο σεκιουριτάδες έξω απ την πόρτα της.

 Αφού η κυρία Καραγεωργίου σιγουρεύτηκε πως είχα «απεξαρτηθεί» -όπως μου παρήγγειλε στην πρώτη μας συνάντηση- από την κορτιζόνη, που για καιρό έπαιρνα από μόνη μου σε χαπάκι, βρέθηκα στο χειρουργείο για να πάρουν μυελό των οστών από το κόκαλο της λεκάνης. Αυτό ήταν. Εγώ έφυγα με μια τρύπα στο κωλωμέρι, ενώ τα κύτταρά μου έμειναν για επεξεργασία και πολλαπλασιασμό στα εργαστήρια της Αθήνας.

Σε ένα μήνα ξαναβρέθηκα, σε δωμάτιο της Νευρολογικής κλινικής του Νοσοκομείου για την έγχυση, την οποία νόμιζα εύκολη υπόθεση… Εκεί που περίμενα ξαπλωμένη λοιπόν και περίμενα, μπουκάρουν μέσα 5 -6 γιατροί και νοσοκόμοι, με γυρνάν ανάποδα, μαζεύουν στο πλάι το κορμί μου με τρόπο που η σπονδυλική μου στήλη να βρίσκεται σε έκταση και μου λένε αυστηρά να μην κουνιέμαι. Σκέφθηκα πως θα αστειεύονταν, πώς να κουνηθώ έτσι όπως με κρατούσαν σφικτά σφικτά δυο παλικαράδες νοσοκόμοι;... Με το πλάι του ματιού μου  είδα μια γιατρό που ετοίμαζε μια σύριγγα τεράστια που μέσα είχε τα βλαστοκύτταρά μου ενδυναμωμένα και πολλαπλασιασμένα! Αυτό είναι σκέφτηκα, τώρα πάμε και για μετάλλαξη, wow!

Δεν μπορώ να πω πως δεν πόνεσα, παρακέντηση μου κάνανε οι άνθρωποι αλλά εγώ, στο ύψος μου, δεν έβγαλα άχνα. Μόλις  σιγουρεύτηκαν ότι ο νωτιαίος μυελός μου πήρε όλη τη σύριγγα άσπρο πάτο, αρχίζουν στη συνέχεια ένα ψάξιμο τρελό για να βρούνε φλέβα της προκοπής, προκειμένου να μου βάλουν κι’ από κει μικρή ποσότητα βλαστοκυττάρων στο αίμα. Εκεί, την πατήσαμε αμφότεροι γιατί οι φλέβες οι δικές μου έχουν μια παραξενιά. Μόλις πάρουν είδηση ότι πλησιάζει βελόνα, χάνονται! Μην τις είδατε… Όμως, τα βλαστοκύτταρα έπρεπε να μπουν άμεσα. Κι αρχίζουν οι δύο έμπειροι νοσοκόμοι να ψάχνουν απελπισμένα, χέρια, πόδια, να τρυπάνε να ξανατρυπάνε και φλέβα να μην βρίσκουν. Στο σημείο αυτό, το όλο σκηνικό άρχισε να θυμίζει μεσαιωνικά βασανιστήρια…

Στα πολλά, πετύχανε μια φλέβα στο πόδι κι έτσι, αισίως μπήκε ολόσωστη η ποσότητα βλαστοκυττάρων που είχαν ετοιμάσει για μένα. Ανακούφιση στους ιατρικούς και παραϊατρικούς κύκλους. Πήγα κι εγώ να ανασάνω μα, τι το θελα η γυναίκα… Ψηλώνουν χωρίς καμιά προειδοποίηση  το κρεβάτι απ τη μεριά των ποδιών, κι αρχίζουν να σφηνώνουν μαξιλάρια κάτω απ τη λεκάνη μου για να πετύχουν ακόμη μεγαλύτερη γωνία. Κάπου στις 62 μοίρες ένιωσαν ότι ο σκοπός επετεύχθη και ικανοποιημένοι από την άβολη στάση μου με το κεφάλι μισό μέτρο πιο χαμηλά απ τη λεκάνη, μου είπαν με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση, πως έπρεπε να μείνω εντελώς, μα εντελώς ακίνητη για τρεις ώρες μέχρι τα βλαστοκύτταρα που μου έβαλαν με τόσο κόπο, να κυλήσουν μέχρι τον εγκέφαλό μου. Ακίνητη για τρεις ώρες…

Τρεις ώρες ακίνητη σε αυτή τη θέση; Αδύνατο. Ανθρωπίνως αδύνατο. Έχουμε και σκλήρυνση κατά πλάκας, το θυμάστε; Έφυγαν όλοι. Μόνο η Στέφη κι η Αλεξάνδρα με κοιτούσαν ανίκανες να απαλύνουν τον πόνο μου.

Στα πρώτα 10 λεπτά έδειξα χαρακτήρα. Στα δώδεκα άρχισα να αμφιβάλλω για τες δυνατότητες και τις πιθανότητες που είχα για τα υπόλοιπα  168 λεπτά στην άβολη αυτή θέση. Τότε μόνο, έτσι ανάποδα όπως με είχαν ξαπλωμένη με τα χέρια ανοικτά και τη λεκάνη ψηλά κι έμεινα να κοιτάω τον τοίχο, διαπίστωσα πως απέναντι μου και πάνω από το κρεβάτι ακριβώς, υπήρχε μια εικόνα του Χριστού χωρίς χρυσοποίκιλτα στολίδια, παρά μόνο ένα αχνό, λευκό φωτοστέφανο κι ένα καφετί χιτώνα. Κι’ ένα βλέμμα σοβαρό, σχεδόν αυστηρό  αλλά με γλυκύτητα, απλός κι απέριττος. Δεν είμαι πιστή, με την έννοια να πηγαίνω εκκλησία ή να «υιοθετήσω» κάποιον άγιο σαν αποκούμπι. Ο βίος και η «θεοσέβεια» της ιεραρχίας της Εκκλησίας μάλλον με απωθούν σε σημείο που γινόμουνα προκλητική απέναντι σε ανθρώπους που έκρινα με το… «αλάθητο» κριτήριό μου ότι η ηθικότητά τους πήγαζε μέσα από ένα φόβο για την κόλαση που έντεχνα καλλιεργεί η εκκλησία. Με χέρια και πόδια τρυπημένα απ τις άστοχες προσπάθειες των νοσοκόμων, έμεινα μες τον πόνο μου να χαζεύω αυτή την εικόνα λες και πρώτη φορά έβλεπα τον Χριστό ανάποδα. Του λέω, «Εσύ Μάγκα μου άντεξες τρεις μέρες στο Σταυρό σου απάνω, βοήθα με και μένα την αμαρτωλή να αντέξω τρεις ώρες»… Δίψασα κι επειδή δεν έπρεπε ούτε νερό να πιω, η Αλεξάνδρα μου έφερε ένα βαμβάκι βουτηγμένο στο νερό και το ακούμπησε στα χείλη μου. Τουλάχιστον σκέφτηκα δεν ήταν ξύδι…

Πέρασε η μία, οι δύο, οι δυόμισι,  οι τρεις ώρες ούτε κι εγώ ξέρω πως, αλλά πέρασαν πολύ πιο εύκολα από την αρχική μου εκτίμηση κι ακούω τις καμπάνες, κοντά πρέπει να ήταν, που κτυπούσαν εσπερινό. Μια νοσοκόμα που κάτι μάζευε στο δωμάτιο άρχισε να σταυροκοπιέται. «Των Αγίων Αναργύρων αύριο» μου λέει. Ούτε ποιοι ήταν οι Άγιοι Ανάργυροι δεν ήξερα έτσι δεν απάντησα μπας και πω κάτι άσχετο. Και συνεχίζει η νοσοκόμα, «τους λέγανε Ανάργυρους γιατί ήταν γιατροί και θεράπευαν τον κόσμο χωρίς να παίρνουν λεφτά». Με συγκίνησαν που δεν έπαιρναν λεφτά απ’ τον κόσμο. Κι εγώ δωρεάν μπήκα σ αυτό το πρόγραμμα βλαστοκυττάρων…

Τέλειωσε το μαρτύριο της σταύρωσης, οι πόνοι, οι πονοκέφαλοι και σε δυο μέρες πήρα εξιτήριο. Ο Μάρκος και η Δώρα πρότειναν να πάμε για μεσημεριανό. Εκείνο όχι, το άλλο όχι, καταλήξαμε στου Ψυρή. Στριμωχτήκαμε σ ένα πεζοδρόμιο στρωμένο με τραπεζάκια και τα γκαρσόνια να πηγαινοέρχονται σαν μέλισσες αφήνοντας ένα τζατζίκι στο ένα τραπέζι, μια σκορδαλιά στο άλλο κι όλα έμοιαζαν ευτυχισμένα. Παραγγείλαμε κι εμείς και καθώς περίμενα το φαγητό, κάνω το κεφάλι ψηλά να διαβάσω την πινακίδα με την οδό που βρισκόταν ακριβώς πάνω απ το κεφάλι μου, «Οδός Αγίων Αναργύρων»! Έμεινα να κοιτώ κι όπως κάνω το κεφάλι βλέπω, ακριβώς πίσω μου μια μικρούλα εκκλησία «των Αγίων Αναργύρων», όπως με ενημέρωσε το γκαρσόνι πριν καν το ρωτήσω. Πολλές οι συμπτώσεις λέω. Πρέπει να μάθω κάτι γι αυτούς του Ανάργυρους γιατί πολύ με γυροφέρνουν.

 Τελειώνουμε κάποια στιγμή το φαγητό και κατηφορίζουμε το γραφικό δρομάκι των Αγίων Αναργύρων που έβγαζε σε δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας. Κάνω να δω ποιος δρόμος ήταν και διαβάζω στην πινακίδα «οδός Σαρρή»! Δεν είναι δυνατό λέω, το επίθετο του Μάρκου, του φίλου που μεσολάβησε για να κάνω τη θεραπεία με τα βλαστοκύτταρα! Ενώ είχα συγκλονιστεί με τις αλυσιδωτές «συμπτώσεις», ένιωσα περίεργα άβολα και μέσα μου γινόταν, μια περίεργη κόντρα, γιατί η άρνησή που είχα μέχρι τότε για κάθε τι «εκκλησιαστικό» ήταν παροιμιώδης και κορόιδευα κάθε τι που είχε σχέση με τη θρησκεία που έφτιαξαν κάποιοι επιτήδειοι, παραφράζοντας κατά το συμφέρον τους τα όσα είπε ο Χριστός.

Όταν επέστρεψα πίσω από Αθήνα, μπήκα σε μια περίεργη αναμονή περιμένοντας κάτι να αλλάξει. Μόνο μια νύχτα έτσι ξαφνικά την ώρα που πήγα στο κρεβάτι, ένιωσα απελευθερωμένα τα πόδια από τη σπαστικότητα. Δοκιμάζω να σταθώ και τα κατάφερα! Στάθηκα χωρίς να στηρίζομαι πουθενά κι ένιωθα τα πόδια μου ανάλαφρα. Απίστευτο, τα βλαστοκύτταρα άρχισαν προφανώς να δουλεύουν! Κοιμήθηκα όσο κοιμήθηκα, με μια κρυφή χαρά και αναμονή. Ούτε που ευχαρίστησα οποιονδήποτε, ούτε Άγιο μήτε Θεό μήτε Χριστό. Δεν το συνήθιζα άλλωστε. Ένιωθα μόνο ένα περίεργο συναίσθημα όπως σαν να όφειλα κάτι να κάνω, το οποίο αρνιόμουνα πεισματικά να κάνω...

Το πρωί που άνοιξα τα μάτια, κάνω να κινήσω τα πόδια και με απίστευτη απογοήτευση διαπιστώνω πως ήταν μουδιασμένα και δύσκαμπτα όπως πριν… Ένα σφίξιμο στο στομάχι με έκανε να κοιτάξω χαμηλά. Η αλαζονεία μου υπήρξε δυστυχώς πιο δυνατή από την ταπεινότητα και το σεβασμό που όφειλα να έχω απέναντι σε σύμβολα που κόσμος και κόσμος έχει λατρέψει και στα οποία έχει εναποθέσει όλες τις ύστατες ελπίδες του. Η υπεροψία μου είχε αρχίσει να κλονίζεται. Φάνηκα μικροπρεπής και «δειλή» να αναγνωρίσω και να κατανοήσω τα «σημάδια» που έφθασαν σε μένα με τρόπο εξόφθαλμα συμβολικό, θα έλεγα. Δε μιλώ για αμαρτία και τιμωρία, μιλώ γι’ αυτό που ένα δημοτικό τραγούδι λέει με τόσο απλό και μεγαλόπρεπο τρόπο… «σιγανά και ταπεινά πατώ στη Γη…»

Μπορεί οι Άγιοι Ανάργυροι να μη μου έκαναν τη χάρη να με γιατρέψουν, όμως νιώθω ότι μου έμαθαν τη χάρη της ταπεινότητας και του σεβασμού σε ό,τι ο οποιοσδήποτε «άλλος» θεωρεί ιερό. Αυτό ίσως είναι πιο σημαντικό για την πορεία της αιώνιας ψυχής μου, από την πορεία της πρόσκαιρης σκλήρυνσής μου. Τους οφείλω μια δημόσια μετάνοια και τι πιο καλό παρά μέσα απ’ αυτό το βιβλίο…

Τα σέβη μου.


Κλικ για τη συνεχεια

No comments:

Post a Comment